- μυιοειδής
- μυιο-ειδής, ές,A like a fly, Cass.Pr.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυιοειδής — ές (Α μυιοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με μύγα αρχ. φρ. «μυιοειδῆ ὁρᾱν» οι «ιπτάμενες μύγες», νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι βλέπει μύγες να πετούν μπροστά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + ειδής*] … Dictionary of Greek
μυιοειδῆ — μυιοειδής like a fly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μυιοειδής like a fly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μυιοειδής like a fly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek